- ἔκυσα
- ἔκῡσα , κύωconceiveaor ind act 1st sgκυνέωkissaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύω — (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, συλλαμβάνω, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη», Λουκιαν.) 2. μτφ. κυοφορώ κάτι («κύει πόλις ἥδε», Θέογν.) 3. (στον ενεργ. αόρ.) ἔκυσα αφήνω έγκυο μια γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυῶ, κατά τα… … Dictionary of Greek
ἔκυσ' — ἔκῡσα , κύω conceive aor ind act 1st sg ἔκῡσε , κύω conceive aor ind act 3rd sg ἔκυσα , κυνέω kiss aor ind act 1st sg ἔκυσε , κυνέω kiss aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)